- ομοιοτυπικός
- -ή, -όβιολ. α) (για όργανα) αυτός που είναι όμοιος με άλλον ως προς τη δομή και το μέγεθοςβ) (για ζώα) αυτός που, ως προς τη μορφή του, έχει ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά του όμοια με ένα ή περισσότερα στοιχεία τού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζει, όπως είναι λ.χ. ορισμένα έντομα που τα φτερά τους μοιάζουν με φύλλα.
Dictionary of Greek. 2013.